περιδώμεθον

περιδώμεθον
περιδέω
bind
pres subj act 1st dual (epic)
περιδίδομαι
aor subj act 1st dual (epic)
περιδίδομαι
aor subj act 1st dual (epic)
περιδίδομαι
aor subj act 1st dual (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιδίδωμι — Α μεσ. περιδίδομαι στοιχηματίζω («τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος» ας βάλουμε στοίχημα έναν τρίποδα ή έναν λέβητα, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δίδωμι «δίνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”